- αντικαταστάτης
- ο κ. θηλ. -τριααυτός που αντικαθιστά κάποιον, αναπληρωτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντικαθίστημι, -θιστώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντικαταστάτης — ο θηλ. άτρια αυτός που αντικατασταίνει, αναπληρώνει: Δεν ήρθε ακόμη ο αντικαταστάτης του διευθυντή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλλιμάχης — Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας λογίων και ηγεμόνων της Μολδαβίας. 1. Αλέξανδρος (1737 – Κλαυδιούπολη 1821). Γιος του Ιωάννη (βλ. 3.). Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία και εργάστηκε στο υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας έως το 1785, οπότε… … Dictionary of Greek
άντανδρος — I Αρχαία αιολική πόλη της Μικράς Ασίας, φημισμένη για τα ναυπηγεία και την ξυλεία της. Σύμφωνα με τη μυθολογία, την έχτισε ο Άνδρος, όταν έφυγε από το ομώνυμο νησί του Αιγαίου, ενώ κατά τον Ηρόδοτο ιδρυτές της ήταν Πελασγοί, που τους έδιωξαν… … Dictionary of Greek
έπαρχος — Βυζαντινός στρατιωτικός τίτλος με ρωμαϊκή προέλευση που απαντάται για πρώτη φορά την περίοδο της βασιλείας του Κωνστάντιου (337 361) για τον άρχοντα της Κωνσταντινούπολης. Ο έ., που συγκαταλεγόταν στους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, ήταν… … Dictionary of Greek
αναπληρωτής — ο (θηλ. –ώτρια) αυτός που αναπληρώνει, που αντικαθιστά κάποιον, προσωρινός ή μόνιμος αντικαταστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπληρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες ως απόδοση τού γαλλ. suppleant] … Dictionary of Greek
αντεισηγητής — ο 1. αυτός που αναπτύσσει την αντεισήγηση* 2. ο αντικαταστάτης του εισηγητή σε στρατιωτικά δικαστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντεισηγούμαι < αντ(ι) * + εισηγητής. Η λ. μαρχυρείται από το 1897 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος] … Dictionary of Greek
αντιπρόξενος — ο ο αντικαταστάτης του προξένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πρόξενος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Γουλιέλμο Άλβη] … Dictionary of Greek
αντιπρύτανις — ( εως), ο 1. ο αντικαταστάτης του πρυτάνεως 2. ο πρύτανις του επόμενου ακαδημαϊκού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πρύτανις. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… … Dictionary of Greek
παραπρύτανις — άνεως, ὁ, Α αντικαταστάτης ή βοηθός τού πρύτανη, αντιπρύτανης … Dictionary of Greek